τετρατομικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετρατομικότητα οι τετρατομικότητες
      γενική της τετρατομικότητας των τετρατομικοτήτων
    αιτιατική την τετρατομικότητα τις τετρατομικότητες
     κλητική τετρατομικότητα τετρατομικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετρατομικότητα < τετρατομικός

Ουσιαστικό

τετρατομικότητα θηλυκό

  • (χημεία) η ιδιότητα των τετρατομικών, ή τετρασθενών χημικών ενώσεων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.