τετρανάτριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετρανάτριο τα τετρανάτρια
      γενική του τετρανατρίου
& τετρανάτριου
των τετρανατρίων
    αιτιατική το τετρανάτριο τα τετρανάτρια
     κλητική τετρανάτριο τετρανάτρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετρανάτριο < τετρα- + νάτριο

Ουσιαστικό

τετρανάτριο ουδέτερο

  1. (χημεία): ομάδα τεσσάρων ατόμων νατρίου από την οποία και λαμβάνεται ως πρώτο ή δεύτερο προσδιοριστικό όνομα μια χημική ένωση
    τετρανάτριο άλας , πυροφωσφορικό τετρανάτριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.