τετραμεθύλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τετραμεθύλιο | τα | τετραμεθύλια |
| γενική | του | τετραμεθυλίου & τετραμεθύλιου |
των | τετραμεθυλίων |
| αιτιατική | το | τετραμεθύλιο | τα | τετραμεθύλια |
| κλητική | τετραμεθύλιο | τετραμεθύλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τετραμεθύλιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανικό παράγωγο του μολύβδου, που χρησιμοποιείται στη βενζίνη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τετραμεθύλιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.