τετραγερμάνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τετραγερμάνιο | τα | τετραγερμάνια |
| γενική | του | τετραγερμανίου & τετραγερμάνιου |
των | τετραγερμανίων |
| αιτιατική | το | τετραγερμάνιο | τα | τετραγερμάνια |
| κλητική | τετραγερμάνιο | τετραγερμάνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τετραγερμάνιο ουδέτερο
- (χημεία): αλλότροπο του γερμανίου όπου παρουσιάζεται ως μόριο με τέσσερα άτομα σε τετραεδρική δομή,
- το τετραγερμάνιο είναι περισσότερο γνωστό με το όνομα τετραϋδρίδιο του γερμανίου.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τετραγερμάνιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.