τετράγγουρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράγγουρο τα τετράγγουρα
      γενική του τετράγγουρου των τετράγγουρων
    αιτιατική το τετράγγουρο τα τετράγγουρα
     κλητική τετράγγουρο τετράγγουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετράγγουρο < τετρ- + αγγούρι + -ο

Ουσιαστικό

τετράγγουρο ουδέτερο

  1. (φυτό) κοινή ονομασία είδους του φυτού πεπονιά
  2. (επιτακτικό) πολύ μεγάλο αγγούρι

  • τετράγγουρον (λόγιο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.