τερατομορφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τερατομορφία | οι | τερατομορφίες |
| γενική | της | τερατομορφίας | των | τερατομορφιών |
| αιτιατική | την | τερατομορφία | τις | τερατομορφίες |
| κλητική | τερατομορφία | τερατομορφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τερατομορφία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τερατομορφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.