τεραμυκίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τεραμυκίνη | οι | τεραμυκίνες |
| γενική | της | τεραμυκίνης | των | τεραμυκινών |
| αιτιατική | την | τεραμυκίνη | τις | τεραμυκίνες |
| κλητική | τεραμυκίνη | τεραμυκίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεραμυκίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τεραμυκίνη θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τεραμυκίνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.