τεντιμπόης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τεντιμπόης | οι | τεντιμπόηδες |
| γενική | του | τεντιμπόη | των | τεντιμπόηδων |
| αιτιατική | τον | τεντιμπόη | τους | τεντιμπόηδες |
| κλητική | τεντιμπόη | τεντιμπόηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τεντιμπόης και τεντυμπόης αρσενικό
- χαρακτηρισμός 16χρονων έως και 20χρονων κατά μέσο όρο αγοριών το 1950 και 1960, που επειδή γιαούρτωναν ή γενικά προκαλούσαν όσους θεωρούσαν κατεστημένο, συλλαμβάνονταν, κουρεύονταν με την ψιλή, τους έκοβαν τα ρεβέρ από τα παντελόνια και τους διαπόμπευαν στους δρόμους κρεμώντας στο λαιμό τους ταμπέλες "είμαι γάιδαρος" κ.λπ. (με το νόμο 4000 του 1958 περί "τεντυμποϊσμού")
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τεντιμπόης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.