τεκνοθετώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- τεκνοθεσία
- → δείτε τις λέξεις τέκνο και θέτω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τεκνοθετώ | τεκνοθετούσα | θα τεκνοθετώ | να τεκνοθετώ | τεκνοθετώντας | |
| β' ενικ. | τεκνοθετείς | τεκνοθετούσες | θα τεκνοθετείς | να τεκνοθετείς | (τεκνοθέτει) | |
| γ' ενικ. | τεκνοθετεί | τεκνοθετούσε | θα τεκνοθετεί | να τεκνοθετεί | ||
| α' πληθ. | τεκνοθετούμε | τεκνοθετούσαμε | θα τεκνοθετούμε | να τεκνοθετούμε | ||
| β' πληθ. | τεκνοθετείτε | τεκνοθετούσατε | θα τεκνοθετείτε | να τεκνοθετείτε | τεκνοθετείτε | |
| γ' πληθ. | τεκνοθετούν(ε) | τεκνοθετούσαν(ε) | θα τεκνοθετούν(ε) | να τεκνοθετούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τεκνοθέτησα | θα τεκνοθετήσω | να τεκνοθετήσω | τεκνοθετήσει | ||
| β' ενικ. | τεκνοθέτησες | θα τεκνοθετήσεις | να τεκνοθετήσεις | τεκνοθέτησε | ||
| γ' ενικ. | τεκνοθέτησε | θα τεκνοθετήσει | να τεκνοθετήσει | |||
| α' πληθ. | τεκνοθετήσαμε | θα τεκνοθετήσουμε | να τεκνοθετήσουμε | |||
| β' πληθ. | τεκνοθετήσατε | θα τεκνοθετήσετε | να τεκνοθετήσετε | τεκνοθετήστε | ||
| γ' πληθ. | τεκνοθέτησαν τεκνοθετήσαν(ε) |
θα τεκνοθετήσουν(ε) | να τεκνοθετήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τεκνοθετήσει | είχα τεκνοθετήσει | θα έχω τεκνοθετήσει | να έχω τεκνοθετήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τεκνοθετήσει | είχες τεκνοθετήσει | θα έχεις τεκνοθετήσει | να έχεις τεκνοθετήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τεκνοθετήσει | είχε τεκνοθετήσει | θα έχει τεκνοθετήσει | να έχει τεκνοθετήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τεκνοθετήσει | είχαμε τεκνοθετήσει | θα έχουμε τεκνοθετήσει | να έχουμε τεκνοθετήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τεκνοθετήσει | είχατε τεκνοθετήσει | θα έχετε τεκνοθετήσει | να έχετε τεκνοθετήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τεκνοθετήσει | είχαν τεκνοθετήσει | θα έχουν τεκνοθετήσει | να έχουν τεκνοθετήσει |
| |
Μεταφράσεις
τεκνοθετώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.