τεκμηριώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεκμηριώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τεκμηριώνω, συγγενές του τεκμαίρομαι

Ρήμα

τεκμηριώνομαι, πρτ.: τεκμηριωνόταν, στ.μέλλ.: θα τεκμηριωθεί, αόρ.: τεκμηριώθηκε, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος

  1. (για αφηρημένα) αποδεικνύεται η αλήθειά τους
    • (για αδικήματα) στοιχειοθετούμαι
    Η κατηγορία δεν τεκμηριώθηκε και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε
    Μην τρομοκρατείς τον κόσμο με φημολογίες που δεν τεκμηριώνονται παρά μόνο στη φαντασία σου

Σημειώσεις

Το ρήμα είναι αδόκιμο στο πρώτο πρόσωπο και γενικά για έμψυχα. Χρησιμοποιείται κυρίως με υποκείμενο αφηρημένα ουσιαστικά στο γ' πρόσωπο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.