τεζιάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τεζιάκι | τα | τεζιάκια |
| γενική | του | τεζιακιού | των | τεζιακιών |
| αιτιατική | το | τεζιάκι | τα | τεζιάκια |
| κλητική | τεζιάκι | τεζιάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεζιάκι < → δείτε τη λέξη τεζάκι
Μεταφράσεις
τεζιάκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.