τα κουκουλώνει σαν τη γάτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τα κουκουλώνει σαν τη γάτα < → δείτε τις λέξεις τα, κουκουλώνω, σαν, τη και γάτα
Έκφραση
τα κουκουλώνει σαν τη γάτα
- (προφορικό) αποκρύπτει τα πειστήρια ενοχής, συγκαλύπτει ενοχοποιητικά στοιχεία
- τα σκεπάζει σαν τη γάτα
Πηγές
- γάτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- γάτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.