τα κάνω γυαλιά καρφιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις εκφράσεις τα κάνω και γυαλιά καρφιά  δείτε τις λέξεις τα, κάνω, γυαλιά και καρφιά, πληθυντικοί του [[γυαλί] & καρφί αντίστοιχα

Προφορά

ΔΦΑ : /ta‿ˈkano ʝaˈʎa kaɾˈfça/

Έκφραση

τα κάνω γυαλιά καρφιά

  • καταστρέφω τα πάντα
    Όταν καβγαδίζουν, τα κάνουν γυαλιά καρφιά
    άλλη γραφή: τα κάνουν γυαλιά-καρφιά

Συνώνυμα

  • γίνεται ανάστα Κύριος
  • γίνεται μύλος
  • γίνεται της κακομοίρας
  • γίνεται της μουρλής
  • γίνεται το σώσε
  • γίνεται της τρελής
  • γίνεται χαμός
  • τα κάνω άνω-κάτω
  • τα κάνω γης Μαδιάμ
  • τα κάνω λαμπόγυαλο
  • τα κάνω λίμπα
  • τα κάνω ριμαδιό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.