ταμπού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταμπού < (λόγιο δάνειο) γαλλική tabou[1] < αγγλική taboo < τόνγκα tapu (απαγορευμένος) < πρωτοπολυνησιακή *tapu

Ουσιαστικό

ταμπού ουδέτερο άκλιτο

  1. (θρησκεία) πρόσωπο ή αντικείμενο ιερόμολυσμένο, μιαρό), που δεν επιτρέπεται να το πλησιάσουμε ή να το χρησιμοποιήσουμε
  2. (κατ’ επέκταση) πρόσωπο ή κατάσταση, (για) τα οποία αποφεύγουμε να συζητάμε ή να τα κριτικάρουμε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.