τένων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τένων οἱ τένοντες
      γενική τοῦ τένοντος τῶν τενόντων
      δοτική τῷ τένοντ τοῖς τένουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τένοντ τοὺς τένοντᾰς
     κλητική ! τένον τένοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τένοντε
γεν-δοτ τοῖν  τενόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τένων < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τένων, -οντος αρσενικό

Σύνθετα

  • μακροτένων
  • πραϋτένων
  • τελχιτένοντες
  • τενοντάγρα
  • τενοντοκοπέω
  • τενοντότρωτος
  • ὑψιτένων
  • χειλοτένων
  • χειροτένων

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.