τένων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τένων | οἱ | τένοντες |
| γενική | τοῦ | τένοντος | τῶν | τενόντων |
| δοτική | τῷ | τένοντῐ | τοῖς | τένουσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | τένοντᾰ | τοὺς | τένοντᾰς |
| κλητική ὦ! | τένον | τένοντες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τένοντε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τενόντοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τένων < → λείπει η ετυμολογία
Σύνθετα
- μακροτένων
- πραϋτένων
- τελχιτένοντες
- τενοντάγρα
- τενοντοκοπέω
- τενοντότρωτος
- ὑψιτένων
- χειλοτένων
- χειροτένων
Συγγενικά
- → δείτε το ρήμα τείνω
Πηγές
- τένων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τένων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.