τάξει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

τάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάζω
  3. θα τάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάζω



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τάξει θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.