σώρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σώρευση | οι | σωρεύσεις |
| γενική | της | σώρευσης* | των | σωρεύσεων |
| αιτιατική | τη | σώρευση | τις | σωρεύσεις |
| κλητική | σώρευση | σωρεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σωρεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σώρευση
[<αρχ. σώρευσις < σωρεύω]
Ουσιαστικό
σώρευση θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σώρευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.