σύρσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύρσιμο | τα | συρσίματα |
| γενική | του | συρσίματος | των | συρσιμάτων |
| αιτιατική | το | σύρσιμο | τα | συρσίματα |
| κλητική | σύρσιμο | συρσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύρσιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σύρσιμο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.