σύμφυτον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σύμφυτον τὰ σύμφυτ
      γενική τοῦ συμφύτου τῶν συμφύτων
      δοτική τῷ συμφύτ τοῖς συμφύτοις
    αιτιατική τὸ σύμφυτον τὰ σύμφυτ
     κλητική ! σύμφυτον σύμφυτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμφύτω
γεν-δοτ τοῖν  συμφύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύμφυτον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμφυτος

Ουσιαστικό

σύμφῠτον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.