σωματοτροπίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματοτροπίνη οι σωματοτροπίνες
      γενική της σωματοτροπίνης των σωματοτροπινών
    αιτιατική τη σωματοτροπίνη τις σωματοτροπίνες
     κλητική σωματοτροπίνη σωματοτροπίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωματοτροπίνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σωματοτροπίνη θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.