σχηματογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχηματογραφία οι σχηματογραφίες
      γενική της σχηματογραφίας των σχηματογραφιών
    αιτιατική τη σχηματογραφία τις σχηματογραφίες
     κλητική σχηματογραφία σχηματογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχηματογραφία < σχήματ(ος) + -ο- + -γραφία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ετυμολογία

σχηματογραφία < σχήμα + γράφω

Ουσιαστικό

σχηματογραφία θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.