σχεδιογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σχεδιογράφημα | τα | σχεδιογραφήματα |
| γενική | του | σχεδιογραφήματος | των | σχεδιογραφημάτων |
| αιτιατική | το | σχεδιογράφημα | τα | σχεδιογραφήματα |
| κλητική | σχεδιογράφημα | σχεδιογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχεδιογράφημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σχεδιογράφημα ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σχεδιογράφημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.