σφυγμόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφυγμόμετρο τα σφυγμόμετρα
      γενική του σφυγμομέτρου
& σφυγμόμετρου
των σφυγμομέτρων
    αιτιατική το σφυγμόμετρο τα σφυγμόμετρα
     κλητική σφυγμόμετρο σφυγμόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφυγμόμετρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σφυγμόμετρο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.