σφαιρομαχία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σφαιρομαχίᾱ | αἱ | σφαιρομαχίαι |
| γενική | τῆς | σφαιρομαχίᾱς | τῶν | σφαιρομαχιῶν |
| δοτική | τῇ | σφαιρομαχίᾳ | ταῖς | σφαιρομαχίαις |
| αιτιατική | τὴν | σφαιρομαχίᾱν | τὰς | σφαιρομαχίᾱς |
| κλητική ὦ! | σφαιρομαχίᾱ | σφαιρομαχίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφαιρομαχίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σφαιρομαχίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφαιρομαχία < σφαιρομαχέω + -ία
Συγγενικά
Πηγές
- σφαιρομαχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.