συφιλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συφιλισμός | οι | συφιλισμοί |
| γενική | του | συφιλισμού | των | συφιλισμών |
| αιτιατική | τον | συφιλισμό | τους | συφιλισμούς |
| κλητική | συφιλισμέ | συφιλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συφιλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συφιλισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συφιλισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.