συστήνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συστήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος συστήνω
Ρήμα
συστήνομαι, πρτ.: συστηνόμουν, στ.μέλλ.: θα συστηθώ, αόρ.: συστήθηκα, μτχ.π.π.: συστημένος
- με συστήνουν
- συστήνω τον εαυτό μου, παρουσιάζω τον εαυτό μου και λέω το όνομά μου σε κάποιον που γνωρίζω για πρώτη φορά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συστήνομαι | συστηνόμουν(α) | θα συστήνομαι | να συστήνομαι | ||
| β' ενικ. | συστήνεσαι | συστηνόσουν(α) | θα συστήνεσαι | να συστήνεσαι | (συστήνου) | |
| γ' ενικ. | συστήνεται | συστηνόταν(ε) | θα συστήνεται | να συστήνεται | ||
| α' πληθ. | συστηνόμαστε | συστηνόμαστε συστηνόμασταν |
θα συστηνόμαστε | να συστηνόμαστε | ||
| β' πληθ. | συστήνεστε | συστηνόσαστε συστηνόσασταν |
θα συστήνεστε | να συστήνεστε | (συστήνεστε) | |
| γ' πληθ. | συστήνονται | συστήνονταν συστηνόντουσαν |
θα συστήνονται | να συστήνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συστήθηκα | θα συστηθώ | να συστηθώ | συστηθεί | ||
| β' ενικ. | συστήθηκες | θα συστηθείς | να συστηθείς | συστήσου | ||
| γ' ενικ. | συστήθηκε | θα συστηθεί | να συστηθεί | |||
| α' πληθ. | συστηθήκαμε | θα συστηθούμε | να συστηθούμε | |||
| β' πληθ. | συστηθήκατε | θα συστηθείτε | να συστηθείτε | συστηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συστήθηκαν συστηθήκαν(ε) |
θα συστηθούν(ε) | να συστηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συστηθεί | είχα συστηθεί | θα έχω συστηθεί | να έχω συστηθεί | συστημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συστηθεί | είχες συστηθεί | θα έχεις συστηθεί | να έχεις συστηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συστηθεί | είχε συστηθεί | θα έχει συστηθεί | να έχει συστηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συστηθεί | είχαμε συστηθεί | θα έχουμε συστηθεί | να έχουμε συστηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συστηθεί | είχατε συστηθεί | θα έχετε συστηθεί | να έχετε συστηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συστηθεί | είχαν συστηθεί | θα έχουν συστηθεί | να έχουν συστηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συστημένος - είμαστε, είστε, είναι συστημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συστημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συστημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συστημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συστημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συστημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συστημένοι | |||||
Μεταφράσεις
συστήνομαι
Ρήμα
συστήνομαι, πρτ.: συστηνόμουν, στ.μέλλ.: θα συστηθώ & συσταθώ, αόρ.: συστήθηκα & συσταθώ, μτχ.π.π.: συστημένος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συστήνομαι | συστηνόμουν(α) | θα συστήνομαι | να συστήνομαι | ||
| β' ενικ. | συστήνεσαι | συστηνόσουν(α) | θα συστήνεσαι | να συστήνεσαι | (συστήνου) | |
| γ' ενικ. | συστήνεται | συστηνόταν(ε) | θα συστήνεται | να συστήνεται | ||
| α' πληθ. | συστηνόμαστε | συστηνόμαστε συστηνόμασταν |
θα συστηνόμαστε | να συστηνόμαστε | ||
| β' πληθ. | συστήνεστε | συστηνόσαστε συστηνόσασταν |
θα συστήνεστε | να συστήνεστε | (συστήνεστε) | |
| γ' πληθ. | συστήνονται | συστήνονταν συστηνόντουσαν |
θα συστήνονται | να συστήνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συστάθηκα | θα συσταθώ | να συσταθώ | συσταθεί | ||
| β' ενικ. | συστάθηκες | θα συσταθείς | να συσταθείς | συστάσου | ||
| γ' ενικ. | συστάθηκε | θα συσταθεί | να συσταθεί | |||
| α' πληθ. | συσταθήκαμε | θα συσταθούμε | να συσταθούμε | |||
| β' πληθ. | συσταθήκατε | θα συσταθείτε | να συσταθείτε | συσταθείτε | ||
| γ' πληθ. | συστάθηκαν συσταθήκαν(ε) |
θα συσταθούν(ε) | να συσταθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συσταθεί | είχα συσταθεί | θα έχω συσταθεί | να έχω συσταθεί | συστημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συσταθεί | είχες συσταθεί | θα έχεις συσταθεί | να έχεις συσταθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συσταθεί | είχε συσταθεί | θα έχει συσταθεί | να έχει συσταθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συσταθεί | είχαμε συσταθεί | θα έχουμε συσταθεί | να έχουμε συσταθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συσταθεί | είχατε συσταθεί | θα έχετε συσταθεί | να έχετε συσταθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συσταθεί | είχαν συσταθεί | θα έχουν συσταθεί | να έχουν συσταθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συστημένος - είμαστε, είστε, είναι συστημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συστημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συστημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συστημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συστημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συστημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συστημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.