συστήνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συστήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος συστήνω

Ρήμα

συστήνομαι, πρτ.: συστηνόμουν, στ.μέλλ.: θα συστηθώ, αόρ.: συστήθηκα, μτχ.π.π.: συστημένος

  1. με συστήνουν
  2. συστήνω τον εαυτό μου, παρουσιάζω τον εαυτό μου και λέω το όνομά μου σε κάποιον που γνωρίζω για πρώτη φορά

Κλίση

Μεταφράσεις

Ρήμα

συστήνομαι, πρτ.: συστηνόμουν, στ.μέλλ.: θα συστηθώ & συσταθώ, αόρ.: συστήθηκα & συσταθώ, μτχ.π.π.: συστημένος

  1. ιδρύομαι

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.