συνυπευθυνότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνυπευθυνότητα οι συνυπευθυνότητες
      γενική της συνυπευθυνότητας των συνυπευθυνοτήτων
    αιτιατική τη συνυπευθυνότητα τις συνυπευθυνότητες
     κλητική συνυπευθυνότητα συνυπευθυνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνυπευθυνότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνυπευθυνότητα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.