συνετισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνετισμός | οι | συνετισμοί |
| γενική | του | συνετισμού | των | συνετισμών |
| αιτιατική | τον | συνετισμό | τους | συνετισμούς |
| κλητική | συνετισμέ | συνετισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνετισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συνετισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συνετισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.