συνεπιτροπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεπιτροπεία | οι | συνεπιτροπείες |
| γενική | της | συνεπιτροπείας | των | συνεπιτροπειών |
| αιτιατική | τη | συνεπιτροπεία | τις | συνεπιτροπείες |
| κλητική | συνεπιτροπεία | συνεπιτροπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεπιτροπεία < συνεπίτροπ(ος) + -εία. Μορφολογικά, συν- + επιτροπεία
Ουσιαστικό
συνεπιτροπεία θηλυκό
- (νομικός όρος) η άσκηση επιτροπείας από περισσότερα τους ενός πρόσωπα ή φορείς
Συγγενικά
- συνεπιτροπεύω
- συνεπίτροπος
Μεταφράσεις
συνεπιτροπεία
|
|
Πηγές
- Λεξικόν νομικής, διοικήσεως και αστυνομίας, τόμ. Ζ΄ (Αθήνα: Δημητράκος, χ.χ.έ. ⟨π. 1930⟩), σ. 69.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.