συνεπιτροπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεπιτροπεία οι συνεπιτροπείες
      γενική της συνεπιτροπείας των συνεπιτροπειών
    αιτιατική τη συνεπιτροπεία τις συνεπιτροπείες
     κλητική συνεπιτροπεία συνεπιτροπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνεπιτροπεία < συνεπίτροπ(ος) + -εία. Μορφολογικά, συν- + επιτροπεία

Ουσιαστικό

συνεπιτροπεία θηλυκό

  • (νομικός όρος) η άσκηση επιτροπείας από περισσότερα τους ενός πρόσωπα ή φορείς

Συγγενικά

  • συνεπιτροπεύω
  • συνεπίτροπος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.