συνεορτασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνεορτασμός | οι | συνεορτασμοί |
| γενική | του | συνεορτασμού | των | συνεορτασμών |
| αιτιατική | τον | συνεορτασμό | τους | συνεορτασμούς |
| κλητική | συνεορτασμέ | συνεορτασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεορτασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συνεορτασμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συνεορτασμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.