συνδιασκεπτόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | συνδιασκεπτόμενος | ἡ | συνδιασκεπτομένη | τὸ | συνδιασκεπτόμενον |
| γενική | τοῦ | συνδιασκεπτομένου | τῆς | συνδιασκεπτομένης | τοῦ | συνδιασκεπτομένου |
| δοτική | τῷ | συνδιασκεπτομένῳ | τῇ | συνδιασκεπτομένῃ | τῷ | συνδιασκεπτομένῳ |
| αιτιατική | τὸν | συνδιασκεπτόμενον | τὴν | συνδιασκεπτομένην | τὸ | συνδιασκεπτόμενον |
| κλητική ὦ! | συνδιασκεπτόμενε | συνδιασκεπτομένη | συνδιασκεπτόμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | συνδιασκεπτόμενοι | αἱ | συνδιασκεπτόμεναι | τὰ | συνδιασκεπτόμενᾰ |
| γενική | τῶν | συνδιασκεπτομένων | τῶν | συνδιασκεπτομένων | τῶν | συνδιασκεπτομένων |
| δοτική | τοῖς | συνδιασκεπτομένοις | ταῖς | συνδιασκεπτομέναις | τοῖς | συνδιασκεπτομένοις |
| αιτιατική | τοὺς | συνδιασκεπτομένους | τὰς | συνδιασκεπτομένᾱς | τὰ | συνδιασκεπτόμενᾰ |
| κλητική ὦ! | συνδιασκεπτόμενοι | συνδιασκεπτόμεναι | συνδιασκεπτόμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνδιασκεπτομένω | τὼ | συνδιασκεπτομένᾱ | τὼ | συνδιασκεπτομένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | συνδιασκεπτομένοιν | τοῖν | συνδιασκεπτομέναιν | τοῖν | συνδιασκεπτομένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
συνδιασκεπτόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα: μετοχή ενεστώτα του συνδιασκέπτομαι
- ※ → δείτε παράθεμα στο συνδιασκεπτομένη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.