συνδιασκεπτομένη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος μετοχής
συνδιασκεπτομένη
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συνδιασκεπτόμενος
- ※ 1/2ος αιώνας Ἱεροκλῆς, στωικός, 'Ἠθικὴ στοιχείωσις apud Ἰωάννης Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον [Florilegium], ΞΖ΄ (67. Ότι κάλλιστον γάμος - 21-24 Ἱεροκλέους ἐκ τοῦ περὶ γάμου.) vol.3, p.9 67.24, στίχ.18 (στίχ.16-20)
- ἡ γυνὴ δὲ παροῦσα μεγάλη γίνεται καὶ πρὸς ταῦτα παρηγορία, πυνθανομένη τι περὶ τῶν ἐκτὸς ἢ περὶ τῶν ἔνδον ἀναφέρουσα καὶ συνδιασκεπτομένη καὶ τινα διάχυσιν κἀξ ἀπλάστου προθυμίας εὐφροσύνην παρέχουσα.
- ※ 1/2ος αιώνας Ἱεροκλῆς, στωικός, 'Ἠθικὴ στοιχείωσις apud Ἰωάννης Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον [Florilegium], ΞΖ΄ (67. Ότι κάλλιστον γάμος - 21-24 Ἱεροκλέους ἐκ τοῦ περὶ γάμου.) vol.3, p.9 67.24, στίχ.18 (στίχ.16-20)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.