συνδαυλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
συνδαυλίζω
Συγγενικά
- συνδαυλιστής
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνδαυλίζω | συνδαύλιζα | θα συνδαυλίζω | να συνδαυλίζω | συνδαυλίζοντας | |
| β' ενικ. | συνδαυλίζεις | συνδαύλιζες | θα συνδαυλίζεις | να συνδαυλίζεις | συνδαύλιζε | |
| γ' ενικ. | συνδαυλίζει | συνδαύλιζε | θα συνδαυλίζει | να συνδαυλίζει | ||
| α' πληθ. | συνδαυλίζουμε | συνδαυλίζαμε | θα συνδαυλίζουμε | να συνδαυλίζουμε | ||
| β' πληθ. | συνδαυλίζετε | συνδαυλίζατε | θα συνδαυλίζετε | να συνδαυλίζετε | συνδαυλίζετε | |
| γ' πληθ. | συνδαυλίζουν(ε) | συνδαύλιζαν συνδαυλίζαν(ε) |
θα συνδαυλίζουν(ε) | να συνδαυλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνδαύλισα | θα συνδαυλίσω | να συνδαυλίσω | συνδαυλίσει | ||
| β' ενικ. | συνδαύλισες | θα συνδαυλίσεις | να συνδαυλίσεις | συνδαύλισε | ||
| γ' ενικ. | συνδαύλισε | θα συνδαυλίσει | να συνδαυλίσει | |||
| α' πληθ. | συνδαυλίσαμε | θα συνδαυλίσουμε | να συνδαυλίσουμε | |||
| β' πληθ. | συνδαυλίσατε | θα συνδαυλίσετε | να συνδαυλίσετε | συνδαυλίστε | ||
| γ' πληθ. | συνδαύλισαν συνδαυλίσαν(ε) |
θα συνδαυλίσουν(ε) | να συνδαυλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνδαυλίσει | είχα συνδαυλίσει | θα έχω συνδαυλίσει | να έχω συνδαυλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνδαυλίσει | είχες συνδαυλίσει | θα έχεις συνδαυλίσει | να έχεις συνδαυλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνδαυλίσει | είχε συνδαυλίσει | θα έχει συνδαυλίσει | να έχει συνδαυλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνδαυλίσει | είχαμε συνδαυλίσει | θα έχουμε συνδαυλίσει | να έχουμε συνδαυλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνδαυλίσει | είχατε συνδαυλίσει | θα έχετε συνδαυλίσει | να έχετε συνδαυλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνδαυλίσει | είχαν συνδαυλίσει | θα έχουν συνδαυλίσει | να έχουν συνδαυλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.