συναυτουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συναυτουργός οι συναυτουργοί
      γενική του συναυτουργού των συναυτουργών
    αιτιατική τον συναυτουργό τους συναυτουργούς
     κλητική συναυτουργέ συναυτουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναυτουργός < συν- + αυτουργός

Ουσιαστικό

συναυτουργός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός ή αυτή που μετέχουν σε κάποια εγκληματική πράξη ή ποινικό αδίκημα μαζί με κάποιους άλλους ως αυτουργοί από κοινού
    είναι συγκατηγορούμενος του Τάδε, ως συναυτουργός, η κατηγορία δεν είναι απλή συνέργεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.