συναυτουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συναυτουργός | οι | συναυτουργοί |
| γενική | του | συναυτουργού | των | συναυτουργών |
| αιτιατική | τον | συναυτουργό | τους | συναυτουργούς |
| κλητική | συναυτουργέ | συναυτουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
συναυτουργός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός ή αυτή που μετέχουν σε κάποια εγκληματική πράξη ή ποινικό αδίκημα μαζί με κάποιους άλλους ως αυτουργοί από κοινού
- είναι συγκατηγορούμενος του Τάδε, ως συναυτουργός, η κατηγορία δεν είναι απλή συνέργεια
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συναυτουργός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.