συναίσθησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναίσθησῐς αἱ συναισθήσεις
      γενική τῆς συναισθήσεως τῶν συναισθήσεων
      δοτική τῇ συναισθήσει ταῖς συναισθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συναίσθησῐν τὰς συναισθήσεις
     κλητική ! συναίσθησῐ συναισθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναισθήσει
γεν-δοτ τοῖν  συναισθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναίσθησις < συναισθάνομαι, συναισθη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αἴσθησις.

Ουσιαστικό

συναίσθησις, -εως θηλυκό

  1. ταυτόχρονη αντίληψη
  2. (ελληνιστική σημασία) συναίσθηση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.