συμφυΐα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμφυΐα οι συμφυΐες
      γενική της συμφυΐας των συμφυϊών
    αιτιατική τη συμφυΐα τις συμφυΐες
     κλητική συμφυΐα συμφυΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμφυΐα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συμφυΐα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.