συμποσίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμποσίαρχος | οι | συμποσίαρχοι |
| γενική | του | συμποσιάρχου & συμποσίαρχου |
των | συμποσιάρχων |
| αιτιατική | τον | συμποσίαρχο | τους | συμποσιάρχους |
| κλητική | συμποσίαρχε | συμποσίαρχοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμποσίαρχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συμποσίαρχος αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συμποσίαρχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.