συγκολλάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγκολλάω < συγκολλ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκολλῶ  δείτε και τη λέξη συγκολλώ

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.ɡoˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκολλάω

Ρήμα

συγκολλάω, παθ.φωνή: συγκολλιέμαι  και δείτε συγκολλώ

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συγκολλάω < (σύν) συγ- + κολλάω / κολλῶ

Ρήμα

συγκολλάω / συγκολλῶ

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.