συγγραφικά δικαιώματα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συγγραφικά δικαιώματα
      γενική των συγγραφικών δικαιωμάτων
    αιτιατική τα συγγραφικά δικαιώματα
     κλητική συγγραφικά δικαιώματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγγραφικά δικαιώματα < συγγραφικά + δικαιώματα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική droits d'auteur[1] [2])

Ουσιαστικό

συγγραφικά δικαιώματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. συγγραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. συγγραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.