στριπτιζάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στριπτιζάδικο τα στριπτιζάδικα
      γενική του στριπτιζάδικου των στριπτιζάδικων
    αιτιατική το στριπτιζάδικο τα στριπτιζάδικα
     κλητική στριπτιζάδικο στριπτιζάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στριπτιζάδικο < στριπτίζ + -άδικο

Ουσιαστικό

στριπτιζάδικο ουδέτερο

Συγγενικά

  • στριπτιζού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.