στρεπτοκοκκίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρεπτοκοκκίαση οι στρεπτοκοκκιάσεις
      γενική της στρεπτοκοκκίασης* των στρεπτοκοκκιάσεων
    αιτιατική τη στρεπτοκοκκίαση τις στρεπτοκοκκιάσεις
     κλητική στρεπτοκοκκίαση στρεπτοκοκκιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρεπτοκοκκιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρεπτοκοκκίαση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στρεπτοκοκκίαση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.