στραταρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στραταρχία | οι | στραταρχίες |
| γενική | της | στραταρχίας | των | στραταρχιών |
| αιτιατική | τη | στραταρχία | τις | στραταρχίες |
| κλητική | στραταρχία | στραταρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραταρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στραταρχία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στραταρχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.