στραγγούληγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραγγούληγμα τα στραγγουλήγματα
      γενική του στραγγουλήγματος των στραγγουληγμάτων
    αιτιατική το στραγγούληγμα τα στραγγουλήγματα
     κλητική στραγγούληγμα στραγγουλήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραγγούληγμα < στραγγουλώ + -μα

Ουσιαστικό

στραγγούληγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.