στραγαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στραγαλιά | οι | στραγαλιές |
| γενική | της | στραγαλιάς | των | στραγαλιών |
| αιτιατική | τη | στραγαλιά | τις | στραγαλιές |
| κλητική | στραγαλιά | στραγαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραγαλιά < αστραγαλιά
Μεταφράσεις
στραγαλιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.