στραβολαιμιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στραβολαιμιάζω < στραβολαίμης + -ιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /stra.vo.leˈmia.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐βο‐λαι‐μιά‐ζω
Ρήμα
στραβολαιμιάζω (μέσο: στραβολαιμιάζομαι)
- γίνομαι (προσωρινά) στραβολαίμης, κουράζεται ο λαιμός μου και πιάνεται
- προκαλώ στραβολαίμιασμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις στραβολαίμης, στραβός και λαιμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στραβολαιμιάζω | στραβολαίμιαζα | θα στραβολαιμιάζω | να στραβολαιμιάζω | στραβολαιμιάζοντας | |
| β' ενικ. | στραβολαιμιάζεις | στραβολαίμιαζες | θα στραβολαιμιάζεις | να στραβολαιμιάζεις | στραβολαίμιαζε | |
| γ' ενικ. | στραβολαιμιάζει | στραβολαίμιαζε | θα στραβολαιμιάζει | να στραβολαιμιάζει | ||
| α' πληθ. | στραβολαιμιάζουμε | στραβολαιμιάζαμε | θα στραβολαιμιάζουμε | να στραβολαιμιάζουμε | ||
| β' πληθ. | στραβολαιμιάζετε | στραβολαιμιάζατε | θα στραβολαιμιάζετε | να στραβολαιμιάζετε | στραβολαιμιάζετε | |
| γ' πληθ. | στραβολαιμιάζουν(ε) | στραβολαίμιαζαν στραβολαιμιάζαν(ε) |
θα στραβολαιμιάζουν(ε) | να στραβολαιμιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στραβολαίμιασα | θα στραβολαιμιάσω | να στραβολαιμιάσω | στραβολαιμιάσει | ||
| β' ενικ. | στραβολαίμιασες | θα στραβολαιμιάσεις | να στραβολαιμιάσεις | στραβολαίμιασε | ||
| γ' ενικ. | στραβολαίμιασε | θα στραβολαιμιάσει | να στραβολαιμιάσει | |||
| α' πληθ. | στραβολαιμιάσαμε | θα στραβολαιμιάσουμε | να στραβολαιμιάσουμε | |||
| β' πληθ. | στραβολαιμιάσατε | θα στραβολαιμιάσετε | να στραβολαιμιάσετε | στραβολαιμιάστε | ||
| γ' πληθ. | στραβολαίμιασαν στραβολαιμιάσαν(ε) |
θα στραβολαιμιάσουν(ε) | να στραβολαιμιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στραβολαιμιάσει | είχα στραβολαιμιάσει | θα έχω στραβολαιμιάσει | να έχω στραβολαιμιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στραβολαιμιάσει | είχες στραβολαιμιάσει | θα έχεις στραβολαιμιάσει | να έχεις στραβολαιμιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στραβολαιμιάσει | είχε στραβολαιμιάσει | θα έχει στραβολαιμιάσει | να έχει στραβολαιμιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στραβολαιμιάσει | είχαμε στραβολαιμιάσει | θα έχουμε στραβολαιμιάσει | να έχουμε στραβολαιμιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στραβολαιμιάσει | είχατε στραβολαιμιάσει | θα έχετε στραβολαιμιάσει | να έχετε στραβολαιμιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στραβολαιμιάσει | είχαν στραβολαιμιάσει | θα έχουν στραβολαιμιάσει | να έχουν στραβολαιμιάσει |
| |
Πηγές
- στραβολαιμιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στραβολαιμιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στραβολαιμιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.