στοιχειοχυτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοιχειοχυτήριο τα στοιχειοχυτήρια
      γενική του στοιχειοχυτηρίου
& στοιχειοχυτήριου
των στοιχειοχυτηρίων
    αιτιατική το στοιχειοχυτήριο τα στοιχειοχυτήρια
     κλητική στοιχειοχυτήριο στοιχειοχυτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοιχειοχυτήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στοιχειοχυτήριο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.