στιχοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στιχοποίηση | οι | στιχοποιήσεις |
| γενική | της | στιχοποίησης* | των | στιχοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | στιχοποίηση | τις | στιχοποιήσεις |
| κλητική | στιχοποίηση | στιχοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στιχοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
/?/
Ουσιαστικό
η στιχοποίηση (el) θηλυκό
- η παραγωγή στίχων (ποιήματος, τραγουδιού, ρυθμικού πεζού κειμένου κτλ.)
- μετατροπή πεζού κειμένου σε ποίηση μέσω αναδιάταξης, ιαμβομέτρησης συλλαβών, επιβολής ρίμας - ομοιοκαταληξίας (στην σύγχρονη ποίηση αρκεί ο εσωτερικός ρυθμός, ενώ σε ακόμη πιο μοντέρνα δεν υπάρχει ρυθμός αλλά συνέπεια τις ευκολίας ή δυσκολίας ανάγνωσης ανάλογα με το συναίσθημα που περικλείει η εκάστοτε φράση - πράγμα όμως και υποκειμενικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.