στιχομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στιχομετρία | οι | στιχομετρίες |
| γενική | της | στιχομετρίας | των | στιχομετριών |
| αιτιατική | τη | στιχομετρία | τις | στιχομετρίες |
| κλητική | στιχομετρία | στιχομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
στιχομετρία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στιχομετρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.