στιχάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιχάριο τα στιχάρια
      γενική του στιχαρίου
& στιχάριου
των στιχαρίων
    αιτιατική το στιχάριο τα στιχάρια
     κλητική στιχάριο στιχάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στιχάριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στιχάριο ουδέτερο

  • (εκκλησιαστικός όρος, χριστιανισμός) ένα από τα άμφια του διακόνου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.