στιχάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στιχάριο | τα | στιχάρια |
| γενική | του | στιχαρίου & στιχάριου |
των | στιχαρίων |
| αιτιατική | το | στιχάριο | τα | στιχάρια |
| κλητική | στιχάριο | στιχάρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στιχάριο < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.