στηθόλουρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στηθόλουρο τα στηθόλουρα
      γενική του στηθόλουρου των στηθόλουρων
    αιτιατική το στηθόλουρο τα στηθόλουρα
     κλητική στηθόλουρο στηθόλουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκύλος με στηθόλουρο

Ετυμολογία

στηθόλουρο < στήθ(ος) + -ο- + λουρί + -ο

Ουσιαστικό

στηθόλουρο ουδέτερο

  • λουρί για έλεγχο σκύλων, το οποίο πιάνει ολόκληρο το στήθος τους, σε αντίθεση με το περιλαίμιο που στερεώνεται περιμετρικά στο λαιμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.